- άφαγος
- -η, -ο (Μ ἄφαγος, -ον)αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικόςνεοελλ.λιγόφαγος, εκλεκτικός στα φαγητά.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φαγος < φαγ-, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άφαγος — η, ο αυτός που δεν τρώει αρκετά ή καθόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)